Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autogòl  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awtoˈgɔl]

το αυτογκόλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autogiro autogoverno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autogamia (θηλ.ουσ)
autogamo (επίθ.)
autogeno (επίθ.)
autogestione (θηλ.ουσ)
autogiro (ουσ αρσ )
autogol (ουσ αρσ )
autogoverno (ουσ αρσ )
autografare (ρ. μτβ.)
autografia (θηλ.ουσ)
autografico (επίθ.)
autografo (ουσ αρσ )
autografo (επίθ.)
autogrill (ουσ αρσ )
autogrù (θηλ.ουσ)
autoguida (θηλ.ουσ)
autoimmune (επίθ.)
autoimmunità (θηλ.ουσ)
autoimmunizzare (ρ. μτβ.)
autoimmunizzazione (θηλ.ουσ)
autoincendio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---