Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautogìro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [awtoˈʤiro] 1 σκάφος με έλικα ώσης και άνωσης 2 αυτόγυρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |