Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autogamìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awtogaˈmia]

1 αυτογονιμοποίηση
2 αυτογαμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autofurgone autogamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autoferrotranviario (επίθ.)
autoferrotranviere (ουσ αρσ )
autofficina (θηλ.ουσ)
autofinanziamento (ουσ αρσ )
autofurgone (ουσ αρσ )
autogamia (θηλ.ουσ)
autogamo (επίθ.)
autogeno (επίθ.)
autogestione (θηλ.ουσ)
autogiro (ουσ αρσ )
autogol (ουσ αρσ )
autogoverno (ουσ αρσ )
autografare (ρ. μτβ.)
autografia (θηλ.ουσ)
autografico (επίθ.)
autografo (ουσ αρσ )
autografo (επίθ.)
autogrill (ουσ αρσ )
autogrù (θηλ.ουσ)
autoguida (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---