Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autolavàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awtolaˈvadʤo]

πλυντήριο αυτοκινήτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autolatria autolesione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autoinduzione (θηλ.ουσ)
autoinnaffiatrice (θηλ.ουσ)
autoinnesto (ουσ αρσ )
autoipnosi (θηλ.ουσ)
autolatria (θηλ.ουσ)
autolavaggio (ουσ αρσ )
autolesione (θηλ.ουσ)
autolesionismo (ουσ αρσ )
autolesionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autolettiga (θηλ.ουσ)
autolinea (θηλ.ουσ)
autolubrificante (επίθ.)
automa (ουσ αρσ )
automaticità (θηλ.ουσ)
automatico (αρσ. επίθ και ουσ)
automatismo (ουσ αρσ )
automatizzare (ρ. μτβ.)
automezzo (ουσ αρσ )
automobile (θηλ.ουσ)
automobile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---