Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautomàtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [awtoˈmatiko] αυτόματος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdistributore [αρσ.] automatico = η αυτόματη μηχανή | ο αυτόματος πωλητής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |