Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


automobilìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awtomobiˈlistiko]

1 αυτοκινητιστικός
2 αυτοκίνητος
3 αυτοκινούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  automobilista automontato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corsa [θηλ.] automobilistica = ράλι αυτοκινήτου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

automobile (θηλ.ουσ)
automobile (επίθ.)
automobilina (θηλ.ουσ)
automobilismo (ουσ αρσ )
automobilista (ουσ αρσ )
automobilistico (επίθ.)
automontato (επίθ.)
automostra (ουσ αρσ )
automotrice (θηλ.ουσ)
autonoleggiatore (ουσ αρσ )
autonoleggio (ουσ αρσ )
autonomia (θηλ.ουσ)
autonomismo (ουσ αρσ )
autonomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autonomo (αρσ. επίθ και ουσ)
autoparcheggio (ουσ αρσ )
autoparco (ουσ αρσ )
autopilota (ουσ αρσ )
autopista (θηλ.ουσ)
autoplastia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---