Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautopàrco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,awtoˈparko] 1 στόλος αυτοκινήτων 2 πάρκινγκ αυτοκινήτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |