Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awˈtore]

1 (di oggetto) ο δημιουργός
2 (di azione) ο δραστής
3 (scrittore) ο συγγραφέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autoraduno autoreattore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autopsia (θηλ.ουσ)
autopubblica (θηλ.ουσ)
autopullman (ουσ αρσ )
autoradio (θηλ.ουσ)
autoraduno (ουσ αρσ )
autore (ουσ αρσ )
autoreattore (ουσ αρσ )
autoregolazione (θηλ.ουσ)
autoreparto (ουσ αρσ )
autorespiratore (ουσ αρσ )
autorete (θηλ.ουσ)
autorevole (επίθ.)
autorevolezza (θηλ.ουσ)
autorimessa (θηλ.ουσ)
autoriparazione (θηλ.ουσ)
autorità (θηλ.ουσ)
autoritario (επίθ.)
autoritarismo (ουσ αρσ )
autoritratto (ουσ αρσ )
autorizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---