Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautònomo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [awˈtɔnomo] αυτόνομος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlavoratore [αρσ.] autonomo = ο ελεύθερος επαγγελματίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |