Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autònomo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [awˈtɔnomo]

αυτόνομος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autonomista autoparcheggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lavoratore [αρσ.] autonomo = ο ελεύθερος επαγγελματίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autonoleggiatore (ουσ αρσ )
autonoleggio (ουσ αρσ )
autonomia (θηλ.ουσ)
autonomismo (ουσ αρσ )
autonomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autonomo (αρσ. επίθ και ουσ)
autoparcheggio (ουσ αρσ )
autoparco (ουσ αρσ )
autopilota (ουσ αρσ )
autopista (θηλ.ουσ)
autoplastia (θηλ.ουσ)
autoplastica (θηλ.ουσ)
autoplastico (επίθ.)
autopompa (θηλ.ουσ)
autopropulsione (θηλ.ουσ)
autopsia (θηλ.ουσ)
autopubblica (θηλ.ουσ)
autopullman (ουσ αρσ )
autoradio (θηλ.ουσ)
autoraduno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---