Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


automobilìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awtomobiˈlizmo]

σπορ αγωνιστικών αυτοκινήτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  automobilina automobilista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

automatizzare (ρ. μτβ.)
automezzo (ουσ αρσ )
automobile (θηλ.ουσ)
automobile (επίθ.)
automobilina (θηλ.ουσ)
automobilismo (ουσ αρσ )
automobilista (ουσ αρσ )
automobilistico (επίθ.)
automontato (επίθ.)
automostra (ουσ αρσ )
automotrice (θηλ.ουσ)
autonoleggiatore (ουσ αρσ )
autonoleggio (ουσ αρσ )
autonomia (θηλ.ουσ)
autonomismo (ουσ αρσ )
autonomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autonomo (αρσ. επίθ και ουσ)
autoparcheggio (ουσ αρσ )
autoparco (ουσ αρσ )
autopilota (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---