Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zambiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dzamˈbjano]

κάτοικος της Ζάμπια

zambiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dzamˈbjano]

ο της Ζάμπια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zairiano zamia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zaffo (ουσ αρσ )
zagara (θηλ.ουσ)
zaino (ουσ αρσ )
zairiano (ουσ αρσ )
zairiano (επίθ.)
zambiano (ουσ αρσ )
zambiano (επίθ.)
zamia (θηλ.ουσ)
zampa (θηλ.ουσ)
zampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zampata (θηλ.ουσ)
zampettare (ρ.αμτβ.)
zampetto (ουσ αρσ )
zampillante (επίθ.)
zampillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zampillio (ουσ αρσ )
zampillo (ουσ αρσ )
zampino (ουσ αρσ )
zampirone (ουσ αρσ )
zampogna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---