Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzàffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsaffo] 1 τάπα 2 βούλωμα 3 πώμα 4 ιατρικό πώμα 5 ταμπόν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |