Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzaffìro, zàffiro
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dzafˈfiro], [ˈdzaffiro] 1 σάπφειρος 2 ζαφείρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |