Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzafferanàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dzafferaˈnato] 1 αρωματισμένος με ζαφορά 2 κίτρινος (βαθυκίτρινος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |