Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzaffàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tsafˈfata], [dzafˈfata] 1 αναπήδηση 2 δυσωδία 3 κακοσμία 4 μπόχα 5 ανάβρυσμα 6 λέσι 7 δυσοσμία 8 ράντισμα 9 πιτσίλισμα 10 ψεκασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |