ItalianoGreco


timbàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [timˈballo]

1 γλυκό με κρέμα (φτιαγμένο με φόρμα)
2 φόρμα (για γλυκά)
3 τύμπανο (είδος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---