Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtilacìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tilaˈʧino] 1 λύκος της Τασμανίας 2 ζώο thylacinus cynocephalus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |