Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ticchiolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tikkjoˈlato]

διάστικτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ticchio ticchiolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tic (ουσ αρσ )
tic (επιφ.)
ticchettare (ρ.αμτβ.)
ticchettio (ουσ αρσ )
ticchio (ουσ αρσ )
ticchiolato (επίθ.)
ticchiolatura (θηλ.ουσ)
ticket (ουσ αρσ )
tictac (επιφ.)
tiepidamente (επίρ.)
tiepidezza (θηλ.ουσ)
tiepido (επίθ.)
Tieste (κύρ.όν. αρσ.)
tifare (ρ.αμτβ.)
tifico (επίθ.)
tiflografia (θηλ.ουσ)
tiflografo (ουσ αρσ )
tiflologia (θηλ.ουσ)
tifo (ουσ αρσ )
tifoide (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---