ItalianoGreco


tìfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtifo]

1 medicina ο τύφος
2 sport ο φανατισμός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il tifo = υποστηρίζω φανατικά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---