Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtifo]

1 medicina ο τύφος
2 sport ο φανατισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiflologia tifoide  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il tifo = υποστηρίζω φανατικά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tifare (ρ.αμτβ.)
tifico (επίθ.)
tiflografia (θηλ.ουσ)
tiflografo (ουσ αρσ )
tiflologia (θηλ.ουσ)
tifo (ουσ αρσ )
tifoide (θηλ. επίθ και ουσ)
tifoidea (θηλ.ουσ)
tifone (ουσ αρσ )
tifoso (ουσ αρσ )
tifoso (επίθ.)
tight (ουσ αρσ )
tiglio (ουσ αρσ )
tiglioso (επίθ.)
tigna (θηλ.ουσ)
tignola (θηλ.ουσ)
tignoso (ουσ αρσ )
tignoso (επίθ.)
tigrato (αρσ. επίθ και ουσ)
tigratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---