Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiepidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [tjepidaˈmente]

1 με κρύα καρδιά
2 χλιαρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tictac tiepidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ticchio (ουσ αρσ )
ticchiolato (επίθ.)
ticchiolatura (θηλ.ουσ)
ticket (ουσ αρσ )
tictac (επιφ.)
tiepidamente (επίρ.)
tiepidezza (θηλ.ουσ)
tiepido (επίθ.)
Tieste (κύρ.όν. αρσ.)
tifare (ρ.αμτβ.)
tifico (επίθ.)
tiflografia (θηλ.ουσ)
tiflografo (ουσ αρσ )
tiflologia (θηλ.ουσ)
tifo (ουσ αρσ )
tifoide (θηλ. επίθ και ουσ)
tifoidea (θηλ.ουσ)
tifone (ουσ αρσ )
tifoso (ουσ αρσ )
tifoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---