Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtikkjo]

1 λόξα
2 ιδιοτροπία
3 τικ (νευρικό)
4 κηλίδα
5 κηλίδα μικρή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ticchettio ticchiolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiburtino (αρσ. επίθ και ουσ)
tic (ουσ αρσ )
tic (επιφ.)
ticchettare (ρ.αμτβ.)
ticchettio (ουσ αρσ )
ticchio (ουσ αρσ )
ticchiolato (επίθ.)
ticchiolatura (θηλ.ουσ)
ticket (ουσ αρσ )
tictac (επιφ.)
tiepidamente (επίρ.)
tiepidezza (θηλ.ουσ)
tiepido (επίθ.)
Tieste (κύρ.όν. αρσ.)
tifare (ρ.αμτβ.)
tifico (επίθ.)
tiflografia (θηλ.ουσ)
tiflografo (ουσ αρσ )
tiflologia (θηλ.ουσ)
tifo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---