Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tic  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtik]

1 τικ (νευρικό)
2 μυοσπασμός
3 κλικ
4 τικ (ελαφρός ρυθμικός ήχος)

tic  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈtik]

1 κλικ
2 τικ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiburtino ticchettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tibicine (ουσ αρσ )
tibioastragalico (επίθ.)
tibiotarsico (επίθ.)
tiburio (ουσ αρσ )
tiburtino (αρσ. επίθ και ουσ)
tic (ουσ αρσ )
tic (επιφ.)
ticchettare (ρ.αμτβ.)
ticchettio (ουσ αρσ )
ticchio (ουσ αρσ )
ticchiolato (επίθ.)
ticchiolatura (θηλ.ουσ)
ticket (ουσ αρσ )
tictac (επιφ.)
tiepidamente (επίρ.)
tiepidezza (θηλ.ουσ)
tiepido (επίθ.)
Tieste (κύρ.όν. αρσ.)
tifare (ρ.αμτβ.)
tifico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---