Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terpìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [terˈpina]

τερπίνη (χημεία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terpenico terpineolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ternario (επίθ.)
ternato (επίθ.)
terno (αρσ. επίθ και ουσ)
terpene (ουσ αρσ )
terpenico (επίθ.)
terpina (θηλ.ουσ)
terpineolo (ουσ αρσ )
terra (θηλ.ουσ)
terra–aria (επίθ.)
terracotta (θηλ.ουσ)
terraferma (θηλ.ουσ)
terraglia (θηλ.ουσ)
terragno (επίθ.)
terragnolo (επίθ.)
terramara (θηλ.ουσ)
terramaricolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terramicina (θηλ.ουσ)
terranova (ουσ αρσ και θηλ.)
terrapienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
terrapieno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---