Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterrapièno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [terraˈpjɛno] 1 σωρός από χώματα από εξόρυξη 2 πρόχωμα 3 ντάπια 4 οχύρωμα 5 άνδηρο 6 ανάχωμα 7 μετερίζι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |