Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terramarìcolo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [terramaˈrikolo]

κάτοικος προὶστορικού οικισμού λίθινης εποχής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terramara terramicina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terraferma (θηλ.ουσ)
terraglia (θηλ.ουσ)
terragno (επίθ.)
terragnolo (επίθ.)
terramara (θηλ.ουσ)
terramaricolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terramicina (θηλ.ουσ)
terranova (ουσ αρσ και θηλ.)
terrapienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
terrapieno (ουσ αρσ )
terraqueo (επίθ.)
terrario (ουσ αρσ )
terrasanta (θηλ.ουσ)
terraticante (ουσ αρσ )
terratico (ουσ αρσ )
terrazza (θηλ.ουσ)
terrazzamento (ουσ αρσ )
terrazzano (ουσ αρσ )
terrazzare (ρ. μτβ.)
terrazzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---