Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛrra]

1 (pianeta) η γη
2 (sostanza) το χώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terpineolo terra–aria  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per terra = καταγής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terno (αρσ. επίθ και ουσ)
terpene (ουσ αρσ )
terpenico (επίθ.)
terpina (θηλ.ουσ)
terpineolo (ουσ αρσ )
terra (θηλ.ουσ)
terra–aria (επίθ.)
terracotta (θηλ.ουσ)
terraferma (θηλ.ουσ)
terraglia (θηλ.ουσ)
terragno (επίθ.)
terragnolo (επίθ.)
terramara (θηλ.ουσ)
terramaricolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terramicina (θηλ.ουσ)
terranova (ουσ αρσ και θηλ.)
terrapienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
terrapieno (ουσ αρσ )
terraqueo (επίθ.)
terrario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---