ternàrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [terˈnarjo]
1 τρεις στροφές ποιήματος
2 τρεις στροφές σονέτου
3 ποίημα από τρεις στροφές
4 τρίστιχο
ternàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [terˈnarjo]
1 περιέχων 3 διαφορετικά άτομα ή στοιχεία
2 τριαδικός
3 τριπλός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [terˈnarjo]
1 τρεις στροφές ποιήματος
2 τρεις στροφές σονέτου
3 ποίημα από τρεις στροφές
4 τρίστιχο
ternàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [terˈnarjo]
1 περιέχων 3 διαφορετικά άτομα ή στοιχεία
2 τριαδικός
3 τριπλός
permalink
ternario (ουσ αρσ )
ternario (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android