Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


termotècnica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛrmoˈtɛknika]

θερμοτεχνική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  termostato termoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

termosifone (ουσ αρσ )
termostabile (επίθ.)
termostatare (ρ. μτβ.)
termostatico (επίθ.)
termostato (ουσ αρσ )
termotecnica (θηλ.ουσ)
termoterapia (θηλ.ουσ)
termotropismo (ουσ αρσ )
termoventilazione (θηλ.ουσ)
terna (θηλ.ουσ)
ternario (ουσ αρσ )
ternario (επίθ.)
ternato (επίθ.)
terno (αρσ. επίθ και ουσ)
terpene (ουσ αρσ )
terpenico (επίθ.)
terpina (θηλ.ουσ)
terpineolo (ουσ αρσ )
terra (θηλ.ουσ)
terra–aria (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---