Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subìsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [suˈbisso]

1 καταστροφή
2 ερείπωση
3 τεράστια ποσότητα
4 μεγάλη ποσότητα
5 αποθεμελίωση
6 κατάρρευση
7 συντριβή
8 αφανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subissare subitamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subinquilino (ουσ αρσ )
subire (ρ. μτβ.)
subirrigazione (θηλ.ουσ)
subissare (ρ.αμτβ.)
subissare (ρ. μτβ.)
subisso (ουσ αρσ )
subitamente (επίρ.)
subitaneamente (επίρ.)
subitaneità (θηλ.ουσ)
subitaneo (επίθ.)
subito (επίθ.)
subito (επίρ.)
sublacustre (επίθ.)
sublimare (ρ.αμτβ.)
sublimare (ρ. μτβ.)
sublimarsi (ρ.μ. (αντων.))
sublimato (αρσ. επίθ και ουσ)
sublimazione (θηλ.ουσ)
sublime (ουσ αρσ )
sublime (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---