Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subissàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [subisˈsare]

1 ρέβω
2 συντρίβομαι
3 σωριάζομαι
4 καταρρέω
5 γκρεμίζομαι
6 πέφτω

subissàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [subisˈsare]

1 κατατροπώνω
2 κατατσακίζω
3 τσακίζω
4 εξουθενώνω
5 συντρίβω
6 καταπιέζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subirrigazione subisso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suberoso (επίθ.)
subglaciale (επίθ.)
subinquilino (ουσ αρσ )
subire (ρ. μτβ.)
subirrigazione (θηλ.ουσ)
subissare (ρ.αμτβ.)
subissare (ρ. μτβ.)
subisso (ουσ αρσ )
subitamente (επίρ.)
subitaneamente (επίρ.)
subitaneità (θηλ.ουσ)
subitaneo (επίθ.)
subito (επίθ.)
subito (επίρ.)
sublacustre (επίθ.)
sublimare (ρ.αμτβ.)
sublimare (ρ. μτβ.)
sublimarsi (ρ.μ. (αντων.))
sublimato (αρσ. επίθ και ουσ)
sublimazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---