Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subirrigazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [subirrigatˈtsjone]

1 άρδευση από κάτω
2 πότισμα κάτω από επιφάνεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subire subissare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suberizzato (επίθ.)
suberoso (επίθ.)
subglaciale (επίθ.)
subinquilino (ουσ αρσ )
subire (ρ. μτβ.)
subirrigazione (θηλ.ουσ)
subissare (ρ.αμτβ.)
subissare (ρ. μτβ.)
subisso (ουσ αρσ )
subitamente (επίρ.)
subitaneamente (επίρ.)
subitaneità (θηλ.ουσ)
subitaneo (επίθ.)
subito (επίθ.)
subito (επίρ.)
sublacustre (επίθ.)
sublimare (ρ.αμτβ.)
sublimare (ρ. μτβ.)
sublimarsi (ρ.μ. (αντων.))
sublimato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---