Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sùbito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsubito]

1 ουρανοκατέβατος
2 απρόσμενος
3 ραγδαίος
4 άξαφνος
5 σούμπιτος
6 αδόκητος
7 ξαφνικός
8 αιφνιδιαστικός
9 αναπάντεχος
10 αιφνίδιος

sùbito  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈsubito]

αμέσως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subitaneo sublacustre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subisso (ουσ αρσ )
subitamente (επίρ.)
subitaneamente (επίρ.)
subitaneità (θηλ.ουσ)
subitaneo (επίθ.)
subito (επίθ.)
subito (επίρ.)
sublacustre (επίθ.)
sublimare (ρ.αμτβ.)
sublimare (ρ. μτβ.)
sublimarsi (ρ.μ. (αντων.))
sublimato (αρσ. επίθ και ουσ)
sublimazione (θηλ.ουσ)
sublime (ουσ αρσ )
sublime (επίθ.)
sublimemente (επίρ.)
subliminale (επίθ.)
sublimità (θηλ.ουσ)
sublinguale (επίθ.)
sublitorale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---