Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sublimità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sublimiˈta]

1 περηφάνια
2 μεγαλοπρέπεια
3 υπεροχή
4 πολυδιαφημισμένο ή θαυμαστό κάτι
5 λαμπρότητα
6 ανωτερότητα
7 ανυπέρβλητη κατάσταση
8 θαυμασιότητα
9 εξαιρετικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subliminale sublinguale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sublimazione (θηλ.ουσ)
sublime (ουσ αρσ )
sublime (επίθ.)
sublimemente (επίρ.)
subliminale (επίθ.)
sublimità (θηλ.ουσ)
sublinguale (επίθ.)
sublitorale (επίθ.)
sublocare (ρ. μτβ.)
sublocatario (ουσ αρσ )
sublocatore (ουσ αρσ )
sublocazione (θηλ.ουσ)
sublunare (επίθ.)
subminiaturizzazione (θηλ.ουσ)
submontano (επίθ.)
subnormale (ουσ αρσ και θηλ.)
subnormale (επίθ.)
suboceanico (επίθ.)
subodorare (ρ. μτβ.)
suborbitale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---