Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subinquilìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [subinkwiˈlino]

υπεκμισθωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subglaciale subire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suberificazione (θηλ.ουσ)
suberina (θηλ.ουσ)
suberizzato (επίθ.)
suberoso (επίθ.)
subglaciale (επίθ.)
subinquilino (ουσ αρσ )
subire (ρ. μτβ.)
subirrigazione (θηλ.ουσ)
subissare (ρ.αμτβ.)
subissare (ρ. μτβ.)
subisso (ουσ αρσ )
subitamente (επίρ.)
subitaneamente (επίρ.)
subitaneità (θηλ.ουσ)
subitaneo (επίθ.)
subito (επίθ.)
subito (επίρ.)
sublacustre (επίθ.)
sublimare (ρ.αμτβ.)
sublimare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---