Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspalancàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spalanˈkare] ανοίγω διάπλατα spalancarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [spalanˈkarsi] 1 γίνομαι ανοιχτός διάπλατα 2 ανοίγω διάπλατα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |