Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spalancaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spalankaˈmento]

διάπλατο άνοιγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaiato spalancare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spagnolo (επίθ.)
spago (ουσ αρσ )
spaiamento (ουσ αρσ )
spaiare (ρ. μτβ.)
spaiato (επίθ.)
spalancamento (ουσ αρσ )
spalancare (ρ. μτβ.)
spalancarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalancato (επίθ.)
spalare (ρ. μτβ.)
spalata (θηλ.ουσ)
spalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spalatrice (θηλ.ουσ)
spalatura (θηλ.ουσ)
spalla (θηλ.ουσ)
spallaccio (ουσ αρσ )
spallata (θηλ.ουσ)
spallazione (θηλ.ουσ)
spalleggiamento (ουσ αρσ )
spalleggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---