Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspagnòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spaɲˈɲɔlo] 1 (persona) ο Ισπανός, η Ισπανίδα 2 (lingua) τα ισπανικά spagnòlo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spaɲˈɲɔlo] ισπανικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |