Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spagnòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spaɲˈɲɔla]

ισπανική γρίπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spagna spagnoleggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spagliare (ρ.αμτβ.)
spagliare (ρ. μτβ.)
spagliatura (θηλ.ουσ)
spaglio (ουσ αρσ )
spagna (θηλ.ουσ)
spagnola (θηλ.ουσ)
spagnoleggiare (ρ.αμτβ.)
spagnolesco (επίθ.)
spagnoletta (θηλ.ουσ)
spagnolismo (ουσ αρσ )
spagnolo (ουσ αρσ )
spagnolo (επίθ.)
spago (ουσ αρσ )
spaiamento (ουσ αρσ )
spaiare (ρ. μτβ.)
spaiato (επίθ.)
spalancamento (ουσ αρσ )
spalancare (ρ. μτβ.)
spalancarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalancato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---