Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spagliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spaʎˈʎare]

1 κλοτσώ τα άχυρα (για ζώο)
2 πλημμυρίζω
3 ξεχειλίζω

spagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spaʎˈʎare]

αφαιρώ τα άχυρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaginatura spagliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spaghettata (θηλ.ουσ)
spaghetti (ουσ αρσ πληθ.)
spaghetto (ουσ αρσ )
spaginare (ρ. μτβ.)
spaginatura (θηλ.ουσ)
spagliare (ρ.αμτβ.)
spagliare (ρ. μτβ.)
spagliatura (θηλ.ουσ)
spaglio (ουσ αρσ )
spagna (θηλ.ουσ)
spagnola (θηλ.ουσ)
spagnoleggiare (ρ.αμτβ.)
spagnolesco (επίθ.)
spagnoletta (θηλ.ουσ)
spagnolismo (ουσ αρσ )
spagnolo (ουσ αρσ )
spagnolo (επίθ.)
spago (ουσ αρσ )
spaiamento (ουσ αρσ )
spaiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---