Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spaghétti  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [spaˈgetti]

το σπαγέτο, τα μακαρόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaghettata spaghetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spadona (θηλ.ουσ)
spadone (ουσ αρσ )
spadroneggiare (ρ.αμτβ.)
spaesato (επίθ.)
spaghettata (θηλ.ουσ)
spaghetti (ουσ αρσ πληθ.)
spaghetto (ουσ αρσ )
spaginare (ρ. μτβ.)
spaginatura (θηλ.ουσ)
spagliare (ρ.αμτβ.)
spagliare (ρ. μτβ.)
spagliatura (θηλ.ουσ)
spaglio (ουσ αρσ )
spagna (θηλ.ουσ)
spagnola (θηλ.ουσ)
spagnoleggiare (ρ.αμτβ.)
spagnolesco (επίθ.)
spagnoletta (θηλ.ουσ)
spagnolismo (ουσ αρσ )
spagnolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---