Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspadroneggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spadronedˈʤare] 1 το παίζω αφέντης 2 κάνω τον αφέντη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |