Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoubrette
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [suˈbret] 1 υψίφωνος σε κωμικό ρόλο 2 ηθοποιός σουμπρέτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |