Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soubrette  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suˈbret]

1 υψίφωνος σε κωμικό ρόλο
2 ηθοποιός σουμπρέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottufficiale soufflé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottrarre (ρ. μτβ.)
sottrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sottrattivo (επίθ.)
sottrazione (θηλ.ουσ)
sottufficiale (ουσ αρσ )
soubrette (θηλ.ουσ)
soufflé (ουσ αρσ )
soul (ουσ αρσ και θηλ.)
souplesse (θηλ.ουσ)
souvenir (ουσ αρσ )
sovente (επίθ.)
soverchiamente (επίρ.)
soverchiante (επίθ.)
soverchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soverchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soverchieria (θηλ.ουσ)
soverchio (ουσ αρσ )
soverchio (επίθ.)
sovesciare (ρ. μτβ.)
sovescio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---