Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottràrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sotˈtrarre]

1 αφαιρώ
2 (rubare) αποστώ

sottrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sotˈtrarsi]

1 γλιτώνω
2 δραπετεύω
3 ξεφεύγω
4 διαφεύγω
5 αποφεύγω
6 ξεγλιστρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottraendo sottrattivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottoveste (θηλ.ουσ)
sottovia (ουσ αρσ και θηλ.)
sottovoce (επίρ.)
sottovuoto (επίθ.)
sottraendo (ουσ αρσ )
sottrarre (ρ. μτβ.)
sottrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sottrattivo (επίθ.)
sottrazione (θηλ.ουσ)
sottufficiale (ουσ αρσ )
soubrette (θηλ.ουσ)
soufflé (ουσ αρσ )
soul (ουσ αρσ και θηλ.)
souplesse (θηλ.ουσ)
souvenir (ουσ αρσ )
sovente (επίθ.)
soverchiamente (επίρ.)
soverchiante (επίθ.)
soverchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soverchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---