Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


servàlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [serˈvalo]

αιλουροειδές felis capensis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  servaggio servente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serrato (επίθ.)
serratura (θηλ.ουσ)
serto (ουσ αρσ )
serva (θηλ.ουσ)
servaggio (ουσ αρσ )
servalo (ουσ αρσ )
servente (ουσ αρσ )
servente (επίθ.)
server (ουσ αρσ )
servetta (θηλ.ουσ)
servibile (επίθ.)
servigio (ουσ αρσ )
servile (αρσ. επίθ και ουσ)
servilismo (ουσ αρσ )
servilità (θηλ.ουσ)
servilmente (επίρ.)
servire (ρ.αμτβ.)
servire (ρ. μτβ.)
servirsi (ρ.μ. (αντων.))
servito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---