ItalianoGreco


serràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [serˈrato]

1 περιεκτικός
2 λιτός
3 σφιχτοπλεγμένος
4 γρήγορος
5 συνοπτικός
6 σύντομος και σαφής
7 σφιχτός
8 σφικτός
9 κλειστός
10 ολοπαγής
11 συμπαγής
12 πυκνός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---