Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόservilìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [serviˈlizmo] 1 ραγιαδισμός 2 τεμενάς 3 δουλικότητα 4 δουλοπρέπεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |