Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


servìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [serˈvittsjo]

1 η υπηρεσία
2 (posate) το σερβίτσιο
3 (giornalistico) το ρεπορτάζ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  servizievole servo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fuori servizio = εκτός λειτουργία || servizi [αρσ. πλυθ.] segreti = οι υπηρεσίες [f.] πληροφοριών || servizio [αρσ.] civile = η πολιτική υπηρεσία || servizio [αρσ.] di ristoro = η καντίνα || servizio [αρσ.] fotografico = το φωτογραφικό ρεπορτάζ || servizio [αρσ.] militare = η θητεία || stazione [θηλ.] di servizio = ο σταθμός ανεφοδιασμού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

servitorame (ουσ αρσ )
servitore (ουσ αρσ )
servitoresco (επίθ.)
servitù (θηλ.ουσ)
servizievole (επίθ.)
servizio (ουσ αρσ )
servo (ουσ αρσ )
servocomando (ουσ αρσ )
servofreno (ουσ αρσ )
servomeccanismo (ουσ αρσ )
servomotore (ουσ αρσ )
servosistema (ουσ αρσ )
servosterzo (ουσ αρσ )
sesamo (ουσ αρσ )
sesamoide (ουσ αρσ )
sesamoide (επίθ.)
sesquiossido (ουσ αρσ )
sesquipedale (επίθ.)
sessa (θηλ.ουσ)
sessagenario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---