Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


servofréno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,servoˈfreno]

1 φρένο με σερβομηχανισμό
2 σερβόφρενο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  servocomando servomeccanismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

servitù (θηλ.ουσ)
servizievole (επίθ.)
servizio (ουσ αρσ )
servo (ουσ αρσ )
servocomando (ουσ αρσ )
servofreno (ουσ αρσ )
servomeccanismo (ουσ αρσ )
servomotore (ουσ αρσ )
servosistema (ουσ αρσ )
servosterzo (ουσ αρσ )
sesamo (ουσ αρσ )
sesamoide (ουσ αρσ )
sesamoide (επίθ.)
sesquiossido (ουσ αρσ )
sesquipedale (επίθ.)
sessa (θηλ.ουσ)
sessagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
sessagesima (θηλ.ουσ)
sessagesimale (επίθ.)
sessagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---