Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


servitorésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [servitoˈresko]

δουλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  servitore servitù  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

servire (ρ. μτβ.)
servirsi (ρ.μ. (αντων.))
servito (αρσ. επίθ και ουσ)
servitorame (ουσ αρσ )
servitore (ουσ αρσ )
servitoresco (επίθ.)
servitù (θηλ.ουσ)
servizievole (επίθ.)
servizio (ουσ αρσ )
servo (ουσ αρσ )
servocomando (ουσ αρσ )
servofreno (ουσ αρσ )
servomeccanismo (ουσ αρσ )
servomotore (ουσ αρσ )
servosistema (ουσ αρσ )
servosterzo (ουσ αρσ )
sesamo (ουσ αρσ )
sesamoide (ουσ αρσ )
sesamoide (επίθ.)
sesquiossido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---