ItalianoGreco


servìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [serˈvire]

είμαι χρήσιμος

servìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [serˈvire]

1 υπηρετώ, δουλεύω
2 (a tavola) σερβίρω

servirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [serˈvirsi]

1 παίρνω μόνος μου (σε τραπέζι)
2 σερβίρομαι
3 εξυπηρετούμαι
4 εξοπλίζομαι
5 χρησιμοποιώ
6 προμηθεύομαι
7 εφοδιάζομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


servire allo scopo = πιάνω τόπο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---